Αφιέρωμα στη Μήλο με τίτλο «Αρχαιολογικές Επισκέψεις στις Κυκλάδες» πραγματοποιεί και δημοσιεύει μέσω της σελίδας της η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Την 1η ημέρα γίνεται αναφορά στην «Ιστορία» της Μήλου, το οποίο και ακολουθεί:
«Στη νοτιοδυτική είσοδο του Αιγαίου Πελάγους, Μήλος, Κίμωλος, Πολύαιγος, Αντίμηλος και πολυάριθμες νησίδες γύρω και ανάμεσά τους, προϊόντα εκτεταμένης και σε διαφορετικές γεωλογικές περιόδους ηφαιστειακής δραστηριότητας στην περιοχή, σχηματίζουν νησιωτική συστάδα που οριοθετεί το νοτιοδυτικό άκρο των Κυκλάδων.
Κατά πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα νησιά της συστάδας και πέμπτη σε μέγεθος ανάμεσα στις Κυκλάδες, η Μήλος ξεχωρίζει για το ιδιότυπο, σαν πέταλο, σχήμα της, το οποίο οφείλει στον βαθύ κόλπο της, που σχηματίζει ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι και ασφαλές αγκυροβόλιο.
Η επίκαιρη γεωγραφική της θέση, στο σταυροδρόμι σημαντικών θαλάσσιων δρόμων Δύσης και Ανατολής, και η γεωλογική της δομή, με το πλούσιο σε ορυκτά ηφαιστειογενές έδαφος, καθόρισαν διαχρονικά την εξέλιξή της και διαμόρφωσαν την ιστορική της πορεία.
Με την ανθρώπινη παρουσία να ανιχνεύεται από τη Νεολιθική Εποχή, η Μήλος εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο του προϊστορικού Αιγαίου κατά την Εποχή του Χαλκού και ευημέρησε σε πολλές περιόδους των ιστορικών χρόνων έως το τέλος της αρχαιότητας, όπως μαρτυρούν τα διάσπαρτα σε όλη της την έκταση αρχαιολογικά κατάλοιπα.
Ο αρχαιολογικός χάρτης της Μήλου, που δημοσιεύθηκε το 1982 μετά από συστηματική έρευνα επιφανείας της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής και συμπεριέλαβε όλες τις έως τότε εντοπισμένες θέσεις, αριθμεί συνολικά 111 αρχαίες θέσεις με ενδείξεις κατοίκησης ή άλλων δραστηριοτήτων από τους νεολιθικούς χρόνους έως την ύστερη αρχαιότητα.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αρκετές νέες θέσεις εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν με σωστικές ανασκαφές, εμπλουτίζοντας τον αρχαιολογικό χάρτη και διαμορφώνοντας νέα δεδομένα για τη ζωή και τις δραστηριότητες των κατοίκων της αρχαίας Μήλου.
Στα πιο γνωστά και αντιπροσωπευτικά πετρώματα της Μήλου συγκαταλέγεται το ηφαιστειογενές υαλώδες πέτρωμα του οψιανού. Λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του, ο μηλιακός οψιανός, αποτέλεσε την πιο επιθυμητή πρώτη ύλη κατασκευής εργαλείων στο προϊστορικό Αιγαίο. Η παρουσία του στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής (11η χιλιετία π.Χ.), αποτελεί μέχρι σήμερα την πρωιμότερη τεκμηριωμένη ένδειξη προμήθειας του υλικού από τις μηλιακές πηγές και διακίνησής του. Οι πηγές του απαντώνται σε δύο θέσεις της ανατολικής Μήλου, στους λόφους Στα Νύχια και Δεμενεγάκι, διάσπαρτους με χιλιάδες πυρήνες λεπίδων, λεπίδες και εκατομμύρια αποκρούσματα λάξευσης.
Βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της Μήλου στους ιστορικούς χρόνους, πιθανότατα ήδη από την κλασική περίοδο αποτέλεσε η εκμετάλλευση, η παραγωγή και το εμπόριο «γαιών», όπως η μηλία γή, η στυπτηρία, η κίσσηρις, το θείο, που προσείλκυσε μάλιστα και συμφέροντα εκτός νησιού. Στους ρωμαϊκούς χρόνους χρονολογούνται αρκετές παράκτιες θέσεις, όπως η Αγία Κυριακή και το Παλιοχώρι, στις οποίες έχουν βρεθεί εγκαταστάσεις για εκμετάλλευση γαιών με χώρους εμπλουτισμού του ορυκτού προϊόντος, αποθηκευτικούς χώρους και χώρους διαμονής, καθώς και κεραμικά εργαστήρια.»