Αφιέρωμα στη Μήλο με τίτλο «Αρχαιολογικές Επισκέψεις στις Κυκλάδες» πραγματοποιεί και δημοσιεύει μέσω της σελίδας της η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Την 4η ημέρα γίνεται αναφορά στο Αρχαίο Θέατρο της Μήλου
Η θέση του αρχαίου θεάτρου αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1735 από έναν περαστικό ταξιδιώτη, τον ιησουίτη μοναχό Nicolas Sarrabat, ο οποίος εντόπισε τρεις σειρές μαρμάρινων καθισμάτων, ανοίγοντας «τρύπες» στην περιφέρεια του κοίλου.
Τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποίησε τα έτη 1816 και 1817 ο Γερμανός αρχιτέκτονας Carl Haller von Hallerstein, που αγόρασε το θέατρο για λογαριασμό του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Ο Λουδοβίκος, συνοδευόμενος από τον Γενικό Έφορο των Αρχαιοτήτων Ludwig Ross, επισκέφθηκε τη Μήλο το 1836 μαζί με τον γιό του και βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, στον οποίο δώρισε το μνημείο. Στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης έγινε ανασκαφή στο θέατρο και αυτή είναι που καταγράφεται έκτοτε ως η πρώτη ανασκαφή του.
Στα νεότερα χρόνια, ανασκαφικές έρευνες διενεργήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων τις περιόδους 1990-1995 και 2010-2015, αποκαλύπτοντας την πλευρική είσοδο του δυτικού αναλήμματος, την ορχήστρα-αρένα και το μεγαλύτερο μέρος των καταλοίπων του σκηνικού οικοδομήματος.
Στο πλαίσιο του ενταγμένου στο ΕΣΠΑ έργου «Ανάδειξη αρχαίου θεάτρου Μήλου», που υλοποιήθηκε τα έτη 2010-2015 από την Εφορεία αρχαιοτήτων Κυκλάδων, με επίβλεψη των αναστηλωτικών εργασιών από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης-στερέωσης στο ορατό τμήμα του μνημείου, αποκατάσταση του τοίχου του προσκηνίου και αναστηλωτικές επεμβάσεις στο κοίλο και την ορχήστρα με συμπληρώσεις νέων μαρμάρινων μελών.
Το θέατρο οικοδομήθηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, νότια από την επίπεδη έκταση που έχει ταυτιστεί με την αγορά της πόλης, δυτικά από το στάδιο και σε επαφή με τμήμα του ανατολικού σκέλους της οχύρωσης. Στη θέση του φαίνεται ότι υπήρχε νεκροταφείο κατά την ελληνιστική περίοδο (τέλος 4ου-1ος αι. π.Χ.), λείψανα του οποίου σώζονται στον βράχο του προσκηνίου και στο δυτικό άκρο της ορχήστρας.
Πρόκειται για πολυτελές έργο, η πολυδάπανη κατασκευή του οποίου πρέπει να ήταν τμηματική και μακρόχρονη, με πιθανές φάσεις αναδιαμόρφωσης. Η παύση της λειτουργίας του τοποθετείται στον 4ο αι. μ.Χ., οι χώροι του, όμως, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως κατοικίες ή εργαστήρια έως το τέλος του 6ου/αρχές του 7ου αι. μ.Χ., με μετασκευές στις οποίες έγινε χρήση του δομικού υλικού του μνημείου. Στους χρόνους αυτούς ανήκουν οι ανοιγμένοι στα τοιχώματα της αρένας τάφοι, πιθανόν και τα δύο ασβεστοκάμινα, τα οποία κατασκευάστηκαν στην ορχήστρα και το προσκήνιο και φαίνεται ότι λειτούργησαν για αρκετούς αιώνες. Ακόμη και όταν το θέατρο εγκαταλείφθηκε οριστικά, συνέχισε να προμηθεύει οικοδομικό υλικό στους κατοίκους του νησιού.
Το πεταλόσχημο κοῖλον (cavea), ο χώρος των θεατών, είναι διαμορφωμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο φυσικό πρανές από ηφαιστειογενή τόφο, ενώ τα άκρα του διαμορφώνονται από επιχώσεις, που στηρίζονται από ισχυρά αναλήμματα, κατασκευασμένα με πυριγενείς λιθοπλίνθους σε ισοϋψείς σειρές (opus quadratum) και πυρήνα από λιθόδεμα (opus caementicium).
Το ανασκαμμένο τμήμα του, χωρητικότητας περίπου 800 θεατών, το οποίο εκτιμάται ότι αποτελεί το 1/10 περίπου της συνολικής έκτασης, ανήκει στο κάτω μέρος του θεάτρου, που διαιρείται με οκτώ μαρμάρινες κλίμακες σε επτά κερκίδες με μαρμάρινα εδώλια.
Στη νότια πλευρά του δυτικού αναλήμματος ανοίγεται είσοδος με μαρμάρινες παραστάδες, από την οποία οι θεατές έφταναν στο κοίλο περνώντας κάτω από τις κερκίδες, μέσω ενός θολοσκεπούς και πιθανότατα τοιχογραφημένου διαδρόμου με κλίμακα. Ο αντίστοιχος ανατολικός διάδρομος δεν έχει αποκαλυφθεί.
Η ορχήστρα, λίγο μεγαλύτερη από ημικύκλιο, διαμορφώνεται σε βάθος 1,60 μ. κάτω από την πρώτη σειρά εδωλίων, ώστε να χρησιμοποιείται ως αρένα, για μονομαχίες ή θηριομαχίες. Το δάπεδό της ήταν πατημένο χώμα και στην περιφέρειά της έφερε επένδυση από μαρμάρινες πλάκες.
Το σκηνικό οικοδόμημα –το κτήριο της σκηνής, που έφθανε σε ύψος πιθανότατα δύο ορόφων και το χαμηλότερο, βαθύ προσκήνιο μπροστά του– ενώνεται με το κοίλο, προσδίδοντας στο κτίσμα την τυπική μορφή του ρωμαϊκού θεάτρου. Τα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του απαντούν στα ρωμαϊκά θέατρα της Μικράς Ασίας, που έχουν ευθύγραμμη σκηνική πρόσοψη με πέντε θύρες.
Ο τοίχος της όψης του προσκηνίου (frons pulpiti) διακοσμείται με τρία ανοίγματα με μαρμάρινα περίθυρα (σώζεται το δυτικό). Τα άκρα του ορίζουν δύο μαρμάρινες κλίμακες ανόδου στο λογεῖον (pulpitum), την ξύλινη επιφάνεια επάνω από τον αδρά λαξευμένο τόφο, όπου έπαιζαν οι υποκριτές.
Πίσω από το λογείο υψωνόταν ο τοίχος της σκηνικής πρόσοψης (scaenae frons) με ιδιαίτερα πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Οι πλευρικές προσβάσεις στο λογείο, με μαρμάρινα κατώφλια και μαρμάρινη επένδυση στους τοίχους, ήταν θολοσκεπείς, πιθανότατα με μαρμάρινα τόξα στις δύο πλευρές τους. Οι χρηστικοί χώροι στο εσωτερικό της σκηνής (postscaenium), από τους οποίους σώζεται το κατώτερο επίπεδο, καλύπτονταν με λιθόδμητους θόλους.
Αποτελεί αξιόλογο δείγμα θεατρικού οικοδομήματος της εποχής του, με χαρακτηριστικά που απαντούν στα ρωμαϊκά και «εκρωμαϊσμένα» θέατρα των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο τύπος των οποίων διαμορφώθηκε με πρότυπο το ελληνικό θέατρο.